- σκυθρωπούς
- σκυθρωπόςof sadmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταπεινός — ή, ό / ταπεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (με θετ. σημ.) μετριόφρονας, σεμνός (α. «παρά το ότι έχει πετύχει πολλές διακρίσεις στον χώρο τής επιστήμης του, είναι πολύ ταπεινός» β. «ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν ταπεινῶν», ΠΔ) 2. (με αρνητική σημ.) α)… … Dictionary of Greek
Ράντκλιφ, Αν — (Raddcliffe, Λονδίνο 1764 – 1823). Αγγλίδα συγγραφέας. Είναι η πιο γνωστή εκπρόσωπος των «μαύρων» ή «γοτθικών» μυθιστοριογράφων, που διάπρεψαν στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αι. Η κυρίαρχη νότα στα έργα τους δίνεται από τον τρόμο, το… … Dictionary of Greek